σκεπασιά

σκεπασιά
η
σκέπασμα: Έπεσε η σκεπασιά της καλύβας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκεπασιά — η, Ν σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπασ τού αορ. σκέπασ α τού σκεπάζω + κατάλ. ιά (πρβλ. περπατησ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”